Οι μέρες εκείνες της εξέγερσης
Ο κ. Χρήστος Λεοντής είναι ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες μουσικοσυνθέτες, ενώ έχει διατελέσει και πρόεδρος της ΕΡΤ για 2 χρόνια. Ο ίδιος βίωσε έντονα τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Παραθέτει τα εξής: «Η τιμή πρώτα ανήκει στους νεκρούς, και σε αυτούς που συμμετείχαν, τα παιδιά δηλαδή που ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο και αντιστέκονταν με τον κίνδυνο φυσικά της ζωής τους. Αλλά ήταν τόσο το πάθος και τόση η ανάγκη τους να απελευθερωθούν, που αυτά δεν έπαιξαν κανέναν ρόλο, αλλά αντίθετα τα ενθάρρυναν. Εμείς ήμασταν οι περιφερειακοί, ο κόσμος όλος απέξω. Απέξω ήμασταν. Εμένα προσωπικά με ενέπνευσαν αυτοί οι αγώνες. Μάλιστα, λίγους μήνες νωρίτερα υπήρξαν τα γεγονότα της Νομικής, όπου εκεί ξεκίνησα να γράφω το «Καπνισμένο τσουκάλι» του Γιάννη Ρίτσου, που φυσικά ήταν εμπνευσμένο από αυτούς τους αγώνες».
Και συνεχίζει: «Για τις ημέρες εκείνες φαινόταν ότι πραγματικά κάτι σπουδαίο κυοφορείτο γιατί υπήρχαν διάφορα γεγονότα που δείχνανε, ήταν δείκτες, κάποιες συλλήψεις, κάποιες επιστρατεύσεις φοιτητών, κάποια σκάνδαλα, εξορίες και όλα αυτά τα σχετικά που τα έζησαν οι παλιότεροι και τα έχουν υποθέτω διαβάσει και οι νεότεροι. Εκείνες τις ημέρες ήμουν κι εγώ απ’ έξω εκεί πέρα, και προσπαθούσαμε να ενθαρρύνουμε τα παιδιά που ήταν μέσα. Προετοιμαζόμουν για να κάνω μια συναυλία που την είχα προγραμματίσει για τις 26 Νοεμβρίου. Η συναυλία δεν έγινε, γιατί στις 25 έγινε το πραξικόπημα του Ιωαννίδη. Σε αυτή τη συναυλία είχα προγραμματίσει με κάθε κίνδυνο να παίξουμε το «Καπνισμένο τσουκάλι» στο Σπόρτινγκ, όμως η προετοιμασία γινόταν κάπου στην οδό Σολωμού.»
«Υπήρχε, η Παναρμόνια, ένας σύλλογος που είχε ιδρυθεί από φοιτητές, από νεολαίες του ΠΑΣΟΚ, της ΚΝΕ και άλλα παιδιά. Θυμάμαι εκεί ήταν ο Λαλιώτης, η Καρυστιάνη, ήταν διάφοροι. Αυτοί λοιπόν είχαν νοικιάσει μια αίθουσα εκεί, και είχαν ιδρύσει τον σύλλογο, ενώ εγώ εκεί έκανα πρόβες το «Καπνισμένο τσουκάλι» με ανοιχτά παράθυρα, επίτηδες, για να ακούγονται απέξω οι πρόβες μαζί με τον Ξυλούρη, τον μακαρίτη. Κάποια στιγμή, περνούσε μια διμοιρία αστυφυλάκων απέξω, και ακούγανε τα τραγούδια. Βγαίνει ο Ξυλούρης στο μπαλκόνι και λέει: «Ελάτε παιδιά να ακούσετε τραγουδάκια εδώ πέρα.» Μάλιστα μερικοί θαυμαστές του τον χειροκρότησαν κιόλας.»
Και προσθέτει, συνεχίζοντας την αφήγηση: «Όταν έγιναν τα γεγονότα, εγώ είχα αφήσει εκεί πέρα ένα μαγνητόφωνο και ένα λαούτο, και πήγα την ημέρα των γεγονότων, που ήταν πια οι τριπλοσκοπιές στις γωνίες και τα τανκς εκεί, να τα πάρω. Μου λέει ο καφετζής: «Τυχερός είσαι, πριν δυο λεπτά έφυγαν.» Πραγματικά, ανεβαίνω πάνω. Είχανε σπάσει την πόρτα με λοστάρια, είχανε κατεβάσει τις κουρτίνες, αλλά το πιάνο ευτυχώς δεν το πείραξαν. Αυτό ήταν μια εμπειρία αρκετά έντονη.»
«Επίσης, το βράδυ της πρώτης ημέρας εγώ έμενα εδώ λίγο πιο πάνω από την ΕΡΤ στην Αγία Παρασκευή. Είχα ανοίξει λοιπόν το ραδιόφωνο και είχα ακούσει πολύ αμυδρά, έτσι όπως ακούγονται στα βραχέα μακρινοί σταθμοί, έτσι ακουγόταν ο σταθμός του Πολυτεχνείου. Κατέβηκα αμέσως κάτω, γιατί είχαν ένα κουμπάρο, τον Μανώλη τον Μποφiλιάκη, που είχε ιδρύσει το «Bon studio» και ήταν ηχολήπτης, και είχε το γραφείο του δίπλα στο Πολυτεχνείο. Του λέω: «Ο σταθμός μεταδίδει, έχεις κανένα μαγνητόφωνο;» και μου λέει «Ναι». Το βάζουμε, και άρχισε να ηχογραφεί τον σταθμό αυτό, που έκανε μετά το «Εδώ Πολυτεχνείο».
«Τι να σας πω τώρα; Όλη αυτή η ατμόσφαιρα ήταν μία ατμόσφαιρα που μύριζε μπαρούτι από πολύ καιρό νωρίτερα. Το βράδυ αυτό εγώ πρόλαβα τα τανκς στη Σόνια περίπου. Επίσης, στην πλατεία Εξαρχείων απέτρεψαν κάποιον που ήθελε να σπάσει ένα φαρμακείο που ήταν εκεί πέρα, κάποιος προβοκάτορας. Ε, και μαζί με άλλους τον κυνηγήσαμε. Ήμουνα την άλλη μέρα με τον Γιώργη τον Χριστοφιλάκη, έναν συγγραφέα – είχαμε ανεβάσει τότε ένα έργο – και φύγαμε 6 το απόγευμα με την αγωνία να φτάσουμε να βγούμε εκτός Αττικής, γιατί στις 7 απαγορευόταν η κυκλοφορία. Και πήγαμε στο χωριό του κάπου στη Μεσσηνία, γιατί φοβήθηκα κι εγώ. Εκεί παρακολουθήσαμε την ανατροπή πλέον του Παπαδόπουλου. Βέβαια το σήμα εξακολουθούσε να υπάρχει στις οθόνες και δεν ξέραμε ακριβώς τι έγινε, πώς έγινε. Όταν λοιπόν πήγα να επιστρέψω, είδα εκεί στις ελιές, όπου οι χωριανοί είχανε μια αφίσα του Παπαδόπουλου κρεμασμένη, αλλά ανάποδα. Ήταν έτσι μια ένδειξη αντίστασης κάποιων νέων ανθρώπων που αισθανόντουσαν αυτή την ανάγκη.»
«Γενικά η νεολαία πάντα είναι η πρωτοπόρα και οφείλουμε εμείς οι παλιότεροι να τους ενθαρρύνουμε, να τους βοηθάμε, να τους δίνουμε όπλα για να μπορέσουν να εργαστούν και για να γίνουν τίμιοι άνθρωποι, να γίνουν καλοί πολίτες. Στην αρχαία Αθήνα, ο πολίτης ήταν σεβαστός μόνο όταν τηρούσε τους νόμους. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη τιμή για τον κάθε πολίτη της Αθήνας. Σήμερα δυστυχώς δεν είναι σε πρώτη ανάγκη αυτό, καθώς θεωρεί ο καθένας ότι πρέπει να κοιτάζει τον εαυτό του, ενώ αυτά τα παιδιά δεν κοίταξαν τον εαυτό τους, κοίταξαν την ελευθερία και τη δημοκρατία. Και δυστυχώς τα συνθήματα που γράφονταν απέξω, ισχύουν ακόμη και σήμερα. Το «Ψωμί Παιδεία, Ελευθερία».
Το αγαθό της ελευθερίας ως η κινητήρια δύναμη της εξέγερσης
Ερωτηθείς για το πως βρήκε το σθένος η νεολαία, μετά από εξήμισι χρόνια δικτατορίας, να μπει στο Πολυτεχνείο και να αγωνιστεί, με αποτέλεσμα κάποιοι άνθρωποι να χάσουν και την ζωή τους, απάντησε: «Μα αυτό ακριβώς, είναι η ανάγκη της ελευθερίας που αισθάνεται ο κάθε άνθρωπος που έχει, όπως λέει ο λαός, τσίπα μέσα του. Δηλαδή δεν μπορείς να αισθάνεσαι καταπίεση, κάτω από καθεστώς δικτατορίας, με αναγκαστικούς νόμους, με φίμωση ή λογοκρισία. Εγώ, ας πούμε, δεν μπορούσα να γράψω τα τραγούδια μου, ούτε παίζονταν πουθενά, αλλά όχι μόνο τα δικά μου, αλλά και του Μίκη, ας πούμε. Μα είναι δυνατόν όλη αυτή η ιστορία; Βλέπετε ανθρώπους που δώσανε τον εαυτό τους, δώσανε τον πολιτισμό, δώσανε το οτιδήποτε, και τους ντροπιάσανε. Μου έχει αφηγηθεί ο Μίκης γεγονότα τα οποία είναι να τραβάς τα μαλλιά σου, π.χ. απάνω στο μάρμαρο να τον έχουν γυμνό και να του κάνουν φάλαγγα, δηλαδή εικονικές εκτελέσεις και τέτοια πράγματα. Ο καθένας στο μέτρο που μπορεί, αντιστέκεται σε κάθε μορφή καταπίεσης. Και ιδιαίτερα η νεολαία.»
Στη διατύπωση πως η εξέγερση δεν ήταν αποτέλεσμα μερικών ημερών, αλλά είχαν προηγηθεί χρόνια καταπίεσης και έλλειψης ελευθερίας, ο Κ. Λεοντής δήλωσε: «Να σας πω. Και μετά την απελευθέρωση, μετά την εξέγερση, εγώ θυμάμαι έκανα μια συναυλία στο «Παλαί ντε Σπορ» στη Θεσσαλονίκη με τον Ξυλούρη. Και στη μέση της συναυλίας έρχεται κάποιος απάνω στη σκηνή και μου λέει: «Τελειώνετε γρήγορα αμέσως γιατί έχει προπόνηση μια ομάδα», δηλαδή ακόμα υπήρχε κάποια μορφή βίας. Θέλω να πω δηλαδή ότι οτιδήποτε γίνεται, γίνεται με τη συναίνεση ή με τη βία. Ή συναινείς ή αναγκάζεσαι να ζήσεις κάτω από καθεστώς δουλείας. Ο άνθρωπος, όπως μας διδάσκει η ιστορία και η θρησκεία ίσως, είναι ον πνευματικό και ελεύθερο. Είναι η φύση τέτοια.»
«Νά το μεγαλείο του Ξυλούρη»
Όσον αφορά στις συζητήσεις με μεγάλους καλλιτέχνες όπως ο Ρίτσος, ο Ξυλούρης, ο Μίκης Θεοδωράκης, σχολίασε: «Όταν πρωτοέκανα εγώ το «Καπνισμένο τσουκάλι» μες στη δικτατορία, για πρώτη φορά στη ζωή μου άνοιξα μια μπουάτ, ακριβώς για να μπορέσω να τα παίξω δημόσια. Στήθηκε έτσι μια αίθουσα 60 – 80 θέσεων κάθε βράδυ. Το μέρος αυτό λοιπόν το έκλεισε η αστυνομία ως κακόφημο κέντρο. Και τι να πει κανείς τώρα σ’ αυτό; Εκεί λοιπόν είχε έρθει ο Ξυλούρης ένα βράδυ. Τραγουδούσε αυτός παρακάτω στη «Λήδρα» με τον Μαρκόπουλο, και βγήκε έτσι η φήμη ότι κάτι γίνεται στην άλλη μπουάτ, την «Αγρύπνια» που είχα κάνει εγώ, και ήρθε.
Ακούγοντας τα τραγούδια, μου λέει: «Αυτά θέλω να τα πω εγώ.» Νά το μεγαλείο του Ξυλούρη. Ένα παιδί, αγράμματος από τα Ανώγεια, βοσκός στην ουσία, και είχε το ένστικτο αυτό που τον οδήγησε να επιλέξει αυτά. Βλέπετε ότι ο καθένας έχει και την ατομική του ευθύνη για το τι τραγουδάει και πώς το τραγουδάει, και όλο αυτό βγαίνει μπροστά. Είτε γράφει κανείς μουσική, είτε τραγουδά, είτε θέατρο, είτε ζωγραφιές, οτιδήποτε. Είναι ένας τρόπος έκφρασης που δείχνει τον εσωτερικό σου κόσμο και τις εσωτερικές σου ανάγκες.»
«Δεν λέμε χρόνια πολλά στην καταστροφή»
Τι θα έλεγε σε ένα παιδί που δεν γνωρίζει τα γεγονότα αυτά, εάν μπαίνανε μαζί σήμερα στο Πολυτεχνείο; «Κοιτάξτε, δυστυχώς η πολιτεία έχει μεγάλη ευθύνη σε αυτό, διότι πάνε να κάνουν τα γεγονότα αυτά, όπως συμβαίνει πολλές φορές, ένα μουσειακό είδος. Μέχρι και χρόνια πολλά λένε. Τι δουλειά έχουν όλα αυτά; Αντί να διδάξουν την πραγματική ιστορία, να μιλήσουν για τις εξορίες, για τους αγώνες των ανθρώπων που κάνανε. Η ιστορία συνεχίζεται. Ο ελληνικός λαός έχει όλη αυτή τη γεμάτη αγώνες ιστορία του, που καμιά φορά τη διαστρεβλώνουν, όπως συνήθως γίνεται με τους νικητές, ή την αποσιωπούν ή την εξευτελίζουν. Πρέπει λιγάκι πιο σοβαρά να τα δει κανείς αυτά, π.χ. τις εθνικές γιορτές. Όλος ο κόσμος γιορτάζει την απελευθέρωσή του. Εμείς εδώ, αντί να γιορτάζουμε την 12η Οκτώβρη του ’44, που απελευθερώθηκε η Αθήνα, γιορτάζουμε την εισβολή. Ή η Μικρασιατική καταστροφή που αρχίζουμε και την γιορτάζουμε. Θάνατος ήτανε, καταστροφή ήτανε. Δεν λέμε χρόνια πολλά στην καταστροφή.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου